Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2007

Η μέρα που κύλησα στο χαμομήλι

Μια παραξενη τρελα κατεχει την εργατικη ταξη των εθνων οπου βασιλευει ο καπιταλιστικος πολιτισμος . Αυτή η τρελα είναι η αγαπη για τη δουλεια , το θανατηφορο παθος για τη δουλεια που φτανει ως την εξαντληση των ζωτικων δυναμεων του ανθρωπου και των απογονων του.
"Πωλ Λαφαργκ"

Η μέρα που κύλησα στο χαμομήλι

Ηταν δεν ηταν 8 το πρωι μιας Δευτερας του Γεναρη στα τελη του 80 .Μια ωρα μιας μερας ενός μηνα και ενός χρονου που δεν ειχε να ζηλεψει τιποτε από καμία άλλη χρονικη στιγμη των αιωνων. Κάθε εντιμος ανθρωπος βρισκοταν στο ποστο και οι μηχανες της ματαιοτητας ειχαν ηδη σημανει κοκκινο.
Ειχα περασει μια δυσκολη νυχτα πινοντας μπιρες σε ένα καστρο διαμορφωμενο πια σε μπυραρια στη παλια πολη του Αμβουργου, καπου εκεί που ο Βεντερς ειχε γυρισει το ενας Αμερικανος φιλος .
Σηκωθηκα με δυσκολια από το κρεβατι για να επιστρεψω όμως , όπως- όπως , την επομενη στιγμη. Αυτοματα ειχα συνηδειτοποιησει ότι όλα γυριζουν γυρο μου μιας εμοιαζε κατά πολύ πιο πιθανο από το να γυριζω εγω . Η κλεφτη ματια που εριξα στο αδειο κρεβατι όπως ξαναπεφτα κλεινοντας τα ματια με γεμισε απογοητευση και απορια .
Χωρις τωρα πια να θυμαμαι ακριβως το λογο αναρωτιομουν αν η Ευρυκλεια ειχε φυγει νωρις το πρωι , η δεν ειχε μοιραστει καθολου τους βραδυνους εφιαλτες μου αφου ειχα καταντησει όπως ελεγε unausgeglichen « ανισορροπος ».Δεν ηταν το πραγματικο της ονομα το Ευρυκλεια , της το ειχα δώσει εγω ,μιας και αν και ηταν 5 –6 χρονια μικροτερη μου φεροταν σαν την μυθικη πιστη τροφο του Οδυσσεα .
Εμεινα με τα ματια κλειστα για αρκετη ωρα ενω σκεψεις ανακατες με χρωματα ,φως και σκιες ,σημεία ενός αβέβαιου παρελθοντος κατεκλειζαν κάθε γωνια της υπαρξης μου .Ειχαν συμβει τοσα πολλα το τελευταιο καιρο , η τουλάχιστον ετσι νομιζα ,μιας και ο καθενας ότι του συμβαινει νομιζει πως είναι όλα οσα μπορουν να του συμβουν .
Μια παρορμηση ενός πρωινου , μια πραξη παραλογου , σε μια σπανια στιγμη υπαρξιακης ελευθεριας με ειχε οδηγησει σ αυτή τη μικρή σοφιτα .
Μια ηλιολουστη μερα του Δεκεμβρη , σε ένα παραξενο διαλειμμα μιας διαρκους κακοκαιριας , ξεκινωντας να παω στη δουλεια , μουρμουρισα καθως ζεσταινα τη μηχανή , σαν τον γραφια του Μελβιλ , « θα επιθυμουσα όχι ».
Κατεβηκα από τη μηχανή χωρις να ειμαι βεβαιος για τις προθεσεις μου .Τα βηματα μου όμως , ισως αυτά να φταινε, αντι να με οδηγησουν πισω με κατευθυναν στο τοπο της εργασιας μου . Σε ολη τη διαδρομη δεν σκεφτομουν μόνο γνωριζα ένα κοσμο που για πρωτη φορα συναντουσα , γιατι αν και ειχα κανει απειρες φορες αυτή τη διαδρομη το βλέμμα του εποχουμενου είναι προσανατολισμενο στο δρομο και όχι στο κοσμο. Ημουν ετοιμος να δεχτω πως το νηπιαγωγιο , η Ρωσικη Εκκλησια , η τριανταφυλια της διπλανης αυλης που ειχε ξεχασει χειμωνιατικα να μαραθει , η καφετερια που μαζευε τους κοπανατζηδες μαθητες δεν υπηρχαν την προηγουμενη μερα .
Ασφαλως και υπηρχαν και ποιος ξερει ποσο καιρο. Όταν εφτασα στο γραφειο ηταν πια αργα , ένα αμηχανο κλεισιμο ματιου στη γραμματεα της επιχειρησης και ένα δειλο χτυπημα της πορτας του διευθυντη .Δεν χρειαστηκε να πούμε και πολλα , ανθρωπος με ψυχη ετοιμος να καταλαβει . Με βεβαιωσε ότι ηταν σιγουρος πως αργα η γρηγορα θα γινοταν αυτό , μου ευχηθηκε καλη τυχη και να προσεχω και μου υποσχεθηκε ότι θα προσπαθησει να φανει η παραιτηση σαν απολυση . Το εκανε και αυτό θα του το χρωσταω .
Δεν ειχαν περασει τρεις μερες και πεταγα κυριολεκτικα πια για αλλους τοπους . Συντομοι αποχαιρετισμοι , επικλησεις κατανοησης , υποσχεσεις αγαπης .Χρονια πριν με ειχε ξεβρασει το κινημα , μικροαστος λεει, μετα με ξερασε η δουλεια σαν απροσαροστο , η πατριδα και αυτή δεν μου χε και μεγαλη εκτιμηση.
Unausgeglichen Αμστερνταμ, Αννοβερο, και τωρα πια Αμβουργο στη μικρή σοφιτα με το παραθυρο στο λιμανι. Εκανα μια ακομη προσπαθεια να σηκωθω το ρεστωραν που δουλευα θα ανοιγε σε λιγο να ετοιμαστει να υποδεχτει τους εργαζομενους που θε καναν το μεσημεριανο τους διαλειμμα .
Σηκωθηκα να φτιαξω ένα καφε .Η απουσια της Λιντιας με βασανιζε , αναρωτιομουν αν η ζωη υπαρχει για να ακολουθει τα Αριστοτελικα μοντελα Αρχη-Μεση –Τελος και αν ακομη ,πιο πεζα τωρα , θα επρεπε να πιω ένα γρηγορο διπλο καφε , να ξυριστω , να φορεσω καθαρα ρουχα , να ξεχασω οσα με απασχολουν και να σερβιρω μπυρες σε χαρουμενους ανυποψιαστους γραβατωμενους .
Εριξα μια κλεφτη ματια εξω . Το χιονι που ειχε αρχισει μια βδομαδα πριν συνεχιζε αδιακοπα να πεφτει . Εκανε σιγουρα πολύ κρυο .
Εβρασα το νερο και αντι για καφε εριξα ένα φακελακι χαμομηλι . Ειχα παρει ηδη την αποφαση μου δεν θα ξαναπηγαινα στo ρεστωραν ενοιωθα προσωρινος αλλά και κουρασμενος .
Το χαμομηλι θα με καταπραυνε και θα με βοηθουσε να σκεφτω καλυτερα . Την Πεμπτη εφυγα για το Περου , καφε δεν εβαλα ξανα στο στομα μου .
Από τοτε πινω μόνο χαμομηλι ……………..

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Αν η εργασία είναι ο εχθρός τότε προφανώς εδώ είναι η απάντηση.
Υπάρχει διαφορά μεταξύ εργασίας και δουλειάς ;
Πόσο ποιά μπορούμε να θεωρούμε την εργασία εδώ στην ελλάδα αγγαρία προς αποφυγή, πόσο αυτό είναι παρακμιακό φαινόμενο, πόσο μπορούμε να αξιοποιούμε τις δυνατότητες μας με αυτήν την προσέγγιση, πόσο αυτό μας οδηγεί στην "λαμογιά" του εύκολου κέρδους, και πόσο αυτόν τον δρόμο προσωπικής παρακμής μπορούμε να τον ντύνουμε με τα ρούχα "αντιρησία συνείδησης" και πόσο ποιά είναι αδύνατο να αγαπάς απλά την εργασία που κάνεις, και γιατί δεν θα έπρεπε τελικά να είναι τιμή σου να "γκαζώνεις" στο χώρο της εργασίας σου γιατί έτσι γουστάρεις ; Με εκτίμηση. Τάκης